ἐπιφωνηματικά

ἐπιφωνηματικά
ἐπιφωνηματικός
of the nature of an
neut nom/voc/acc pl
ἐπιφωνηματικά̱ , ἐπιφωνηματικός
of the nature of an
fem nom/voc/acc dual
ἐπιφωνηματικά̱ , ἐπιφωνηματικός
of the nature of an
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • θαυμαστικός — ή, ό (AM θαυμαστικός, ή, όν) [θαυμαστής] αυτός που έχει διάθεση να θαυμάζει ή που συνηθίζει να θαυμάζει («οἱ δὲ θαυμαστικοὶ καὶ ἄκακοι μᾶλλον βλάπτονται», Πλούτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το θαυμαστικό σημείο στίξεως (!) που μπαίνει στο τέλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”